Skip to main content

Νέα Ρόδα

Τα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής είναι το μεγαλύτερο προσφυγικό χωριό της βόρειας Χαλκιδικής. Ιδρύθηκε αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στη θέση "Πρόβλακας" (= πριν από το αυλάκι= πριν τη Διώρυγα του Ξέρξη) από 40 περίπου οικογένειες Ροδιατών προσφύγων, που μετά από ενός χρόνου περιπλανήσεις, έφθασαν στη Χαλκιδική το καλοκαίρι του 1923.
Τα Ρόδα της Μικράς Ασίας βρίσκονται στην Προποντίδα, στη θάλασσα του Μαρμαρά ή "Θάλασσα της Ρωμιοσύνης", στη δυτική ακτή της Κυζικινής χερσονήσου, βόρεια της Αρτάκης και της Γωνιάς και νότια από το Χαράκι. Το 1901 το χωριό κατοικείται από 700 περίπου Έλληνες. Κατά την παράδοση και βάσει των γλωσσικών ιδιωματισμών είναι άποικοι από τη Ρόδο. Στο χωριό ζούσαν και 100 περίπου τούρκοι, που έχουν έλθει από την Κούταλη γύρω στο 1700, με διαταγή τούρκου αξιωματούχου, που θέλησε να ευχαριστήσει τους Κουταλιανούς.

Οι διηγήσεις παρουσιάζουν το χωριό αλλά και την ευρύτερη περιοχή σαν παράδεισο: Πλούσια θάλασσα, εύφορη γη. Παράγουν κουκούλια μεταξοσκώληκα, γρανίτη σε κυβόλιθους, αλιεύματα, φρούτα, ελιές, σταφύλια, ποτιστικά κρεμμύδια και πολλά άλλα, που προωθούν με καράβια προς την Κωνσταντινούπολη. Έχουν τρεις εκκλησίες (μεγαλύτερη ο Αϊ Δημήτρης) και ψηλού επιπέδου σχολείο. Μέχρι το 1912 ζουν ευτυχισμένοι. Τότε έρχονται στα πράγματα οι νεότουρκοι. Σε όλα τα ελληνικά Μικρασιατικά χωριά επικρατεί ο φόβος της σφαγής και της εξορίας, με την γνωστή κατάληξη εκείνο τον μαύρο Αύγουστο του 1922. Οι Ροδιάτες φεύγουν άρον-άρον με δύο τρόπους: Δύο καΐκια για Μυτιλήνη, ενώ οι περισσότεροι περνούν στο διπλανό νησί Αλώνη και μετά στο νησί του Μαρμαρά, από όπου μετά από 20 μέρες τους παραλαμβάνει το πλοίο "Προποντίς" και τους αποβιβάζει στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, για να καταλήξουν στην Αγία Βαρβάρα της Τούμπας, απ' όπου οι περισσότεροι διασκορπίζονται σε μικρές ομάδες.

Η ομάδα της Μυτιλήνης είναι που φθάνει το 1923 για διερεύνηση στην περιοχή, απορρίπτει τη θέση της σημερινής Ουρανούπολης σαν στενάχωρη και μικρή, διαμένει λίγους μήνες πρόχειρα στην Ιερισσό, προτείνει για το νέο χωριό την πλαγιά στο σημερινό λιμάνι της Ιερισσού, και αφού οι Ιερισσιώτες αντιδρούν φοβούμενοι μελλοντική ένωση των χωριών, τελικά επιλέγει τη θέση "Πρόβλακας" και ευνόητα ονομάζει το νέο χωριό "Νέα" Ρόδα.

Το νέο χωριό αρχίζει να προσελκύει περισσότερους πρόσφυγες. Ένας σημαντικός αριθμός φθάνει με ιδιόκτητα καΐκια από τα Σκοπιά (αλλιώς "τα Σκουπιά" ή "η Σκοπιά"), που ήταν στο νησί Αλώνη, απέναντι και πολύ κοντά στα Ρόδα. Οι κάτοικοι ήταν κυρίως θαλασσινοί και έμποροι. Ευσεβείς, το πρώτο που πήραν μαζί τους ήταν η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που σήμερα είναι η προστάτιδα και το καύχημα των Νέων Ρόδων. Οικογένειες φθάνουν επίσης από την Ανατολική Θράκη, αλλά και από το Χαράκι και τη Γωνιά της Κυζίκου. Στο μεταξύ ειδοποιούνται οι Ροδιάτες που διαμένουν αλλού και οι περισσότεροι, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα, φθάνουν στα Ν. Ρόδα.

Μεσολαβεί η ανταλλαγή των πληθυσμών, που ξεκινά στις 14 Ιουνίου 1924. Οι τελευταίοι Έλληνες της Μικρασίας ξεριζώνονται και μπαίνουν στην Ελλάδα αναζητώντας νέα πατρίδα. Μια μεγάλη ομάδα Καππαδοκών φθάνει το 1926 στα Νέα Ρόδα, και το χωριό παίρνει την οριστική του μορφή. Το Ανταβάλ (η "Ανταβαλίς" ή "Αντίβαλον") της περιφέρειας Νίγδης στην Καππαδοκία, είναι η πατρίδα της ομάδας αυτής. Χωριό τουρκόφωνο αλλά ελληνικότατο, με 1800 περίπου κατοίκους. Η εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου είναι κτίσμα του 500 μ.Χ και ερείπιά της σώζονται μέχρι σήμερα. Το όνομα του χωριού προέρχεται πιθανότατα από το ρήμα «αντιβάλλω» (=εναντιώνομαι), λόγω της διαρκούς αντιδικίας με τους τούρκους. Τόπος βραχώδης, φτωχός και άγονος, με οριακή παραγωγή, οδηγεί συχνά τους άντρες για περιοδική εργασία στην Κωνσταντινούπολη. Ειδικά στην περίοδο 1913-1923 υποφέρουν από τούρκικες λεηλασίες και ζουν με τον φόβο για τη ζωή τους. Όταν δίνεται η εντολή της εγκατάλειψης των εστιών, με επικεφαλής τον ιερέα τους Αγαθάγγελο, ξεκινούν με τα κάρα τους για Νίγδη-Ουλούγουσλα και κατεβαίνουν στη Μερσίνα. Μετά 1-2 μήνες φθάνουν στον Αϊ Γιώργη του Πειραιά και μετά στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί, ένα μεγάλο μέρος περνά από Πυργαδίκια, Ουρανούπολη και Ορφάνι αλλά η ελονοσία και οι κακουχίες τους φέρνουν τελικά στην περιοχή. Για περίπου 5 χρόνια διαμένουν στα γύρω μετόχια, και στη συνέχεια, με την όποια κρατική βοήθεια, εγκαθίστανται και δίνουν στο χωριό την σημερινή του μορφή.

Δύσκολα χρόνια ακολουθούν για όλους τους κατοίκους. Η νοσταλγία για τις πατρίδες εκφράζεται συνεχώς με την ευχή "άντε γεια μας και καλή πατρίδα !". Υπάρχει όμως και μεγάλη θέληση για το νέο ξεκίνημα. Ανοίγονται στη θάλασσα, καλλιεργούν τη γη, και σιγά- σιγά προοδεύουν σημαντικά.

Ελάχιστοι είναι σήμερα οι εκπρόσωποι της πρώτης γενιάς προσφύγων που τα θυμούνται όλα αυτά. Η γνώση όμως της ιστορίας μας, είναι πολύτιμη και για μας τους νεώτερους.